- ἰσοθεωθείς
- ἰσοθεόωmake equal to the godsaor part pass masc nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ισοθεώ — ἰσοθεῶ, όω (Α) [ισόθεος] (μόνο το παθ.) ἰσοθεοῡμαι, όομαι γίνομαι ίσος με τους θεούς, εξισώνομαι με τους θεούς («Ἡρακλής ἰσοθεωθείς...», Αίσωπ.) … Dictionary of Greek